Ο SEPA (Single Euro Payments Area – Ενιαίος Χώρος Πληρωμών σε Ευρώ/ΕΧΠΕ) είναι ο χώρος όπου πολίτες, εταιρείες και άλλοι οικονομικοί παράγοντες μπορούν να πραγματοποιούν πληρωμές σε ευρώ, εντός της Ευρώπης, είτε εντός των εθνικών τους συνόρων είτε διασυνοριακά, με τους ίδιους βασικούς όρους, δικαιώματα και υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως της γεωγραφικής περιοχής στην οποία βρίσκονται. Το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του SEPA καλύπτει τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης , καθώς και την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν, τη Νορβηγία, την Ελβετία και το Μονακό.
Οι πληρωμές του SEPA είναι πάντα πληρωμές εκφρασμένες σε Ευρώ. Οι λογαριασμοί μπορούν να είναι σε Ευρώ ή σε άλλο νόμισμα. Επίσης, τα εργαλεία πληρωμών του SEPA αναμένεται να αντικαταστήσουν τα εθνικά εργαλεία πληρωμών που χρησιμοποιούνται σήμερα στα κράτη-μέλη της Ζώνης του Ευρώ.
Στο πλαίσιο του SEPA, οι καταναλωτές μπορούν να πραγματοποιούν πληρωμές με μεταφορά πίστωσης (έμβασμα), άμεση χρέωση(πάγια εντολή) ή με τη χρήση πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, σε ευρώ ανάμεσα σε 32 χώρες, επωφελούμενοι ταυτόχρονα από τις άκρως ανταγωνιστικές υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας που παρέχουν οι τράπεζες. Η διαφορά ανάμεσα σε μια ‘’παραδοσιακή’’ μεταφορά πίστωσης και μια μεταφορά πίστωσης του SEPA είναι η εξής: για την πραγματοποίηση της δεύτερης πρέπει να αναφέρεται ο IBAN (International Bank Account Number,) και ο BIC (Bank Identifier Code, Κωδικός Αναγνώρισης Τράπεζας) του μέρους που εισπράττει την πληρωμή (δηλαδή, του δικαιούχου και της τράπεζας του δικαιούχου). Επιπλέον, ο SEPA δίνει στους καταναλωτές τη δυνατότητα καταχώρησης και αποστολής μαζικών πληρωμών, εντός και εκτός της τράπεζάς τους, ανεξαρτήτως ποσού ή συναλλαγής με τη χρήση ηλεκτρονικού αρχείου. Όριο συναλλαγής εμβάσματος SEPA είναι ποσά σε Ευρώ άνω των 50.000, σε αντίθεση με το απλό έμβασμα. Παράλληλα, τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να πραγματοποιούν instant payment επιλέγοντας υψηλή ή μη προτεραιότητα, ενώ στα νομικά πρόσωπα δίδεται η δυνατότητα δημιουργίας αρχείου πληρωμών (‘’eppssepa’’) και απαιτείται εγκριτική διαδικασία από την τράπεζα για την εκτέλεσή τους.
Κύριος στόχος του SEPA είναι να διευκολύνει τις συναλλαγές ενδοσυνοριακά ή μη, υπό τους ίδιους όρους και δικαιώματα ανεξαρτήτως γεωγραφικής περιοχής. Κάθε μέρος της συναλλαγής, δηλαδή ο καταναλωτής που πληρώνει ένα λογαριασμό από τη μια πλευρά, και ο δικαιούχος που εισπράττει τη πληρωμή από την άλλη, χρεώνεται ξεχωριστά από την τράπεζά του για αυτήν την υπηρεσία πληρωμής με διαφανή τρόπο. Το ύψος χρεώσεων για τη διενέργεια μιας άμεσης χρέωσης SEPA καθορίζεται αποκλειστικά από τα πιστωτικά ιδρύματα, με βάση την γενική τιμολογιακή τους πολιτική ή βάσει συγκεκριμένης τιμολόγησης με τον πελάτη τους(φυσικό ή νομικό πρόσωπο). Οι δικαιούχοι μιας πληρωμής SEPA, λόγου χάριν επιχειρήσεις και δημόσιες υπηρεσίες, θα πρέπει να αναφέρουν τον IBAN και τον BIC τους σε εμφανή σημεία των διαδικτυακών τους τοποθεσιών και των τιμολογίων τους, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 924/2009 για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα. Να σημειωθεί ότι για τη χρήση του IBAN και του BIC παρέχονται κατανοητές οδηγίες από τις τράπεζες, μέσω των ιστοσελίδων τους ή μέσω σχετικών εντύπων διαθέσιμα στο δίκτυο καταστημάτων τους.
Συμπερασματικά, ο SEPA δημιουργήθηκε με σκοπό την ανάπτυξη μίας ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς. Μέσα στα οφέλη για τους καταναλωτές συγκαταλέγονται η ευκολία στη χρήση, η αυτοματοποιημένη διαδικασία, η ομοιομορφία τεχνικών κανόνων ενώ, ταυτόχρονα, συνδυάζει ασφάλεια και ταχύτητα στη διαδικασία πληρωμής χωρίς να υπάρχει ανώτατο ποσό συναλλαγών.